- τρύγοιπος
- ὁ, Αύφασμα με το οποίο καθάριζαν το κρασί απομακρύνοντας την τρυγία, το κατακάθι, στραγγιστήρι.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ., τής οποίας το α' συνθετικό είναι η λ. τρύξ, τρυγός, ενώ το β' συνθετικό ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *seip- «στραγγίζω, στάζω» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. sib, αγγλοσαξ. sef με σημ. «κόσκινο»)].
Dictionary of Greek. 2013.