τρύγοιπος

τρύγοιπος
ὁ, Α
ύφασμα με το οποίο καθάριζαν το κρασί απομακρύνοντας την τρυγία, το κατακάθι, στραγγιστήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ., τής οποίας το α' συνθετικό είναι η λ. τρύξ, τρυγός, ενώ το β' συνθετικό ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *seip- «στραγγίζω, στάζω» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. sib, αγγλοσαξ. sef με σημ. «κόσκινο»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τρύγοιπος — strainingcloth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγοίπου — τρύγοιπος strainingcloth masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγοίπῳ — τρύγοιπος strainingcloth masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρύγοιπον — τρύγοιπος strainingcloth masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγοιπώ — έω, Α [τρύγοιπος] (κατά το λεξ. Σούδα) διηθώ, στραγγίζω το κρασί …   Dictionary of Greek

  • seikʷ- —     seikʷ     English meaning: to spill, pour, draft     Deutsche Übersetzung: “ausgießen, seihen, rinnen, träufeln”     Material: O.Ind. sē catē, siñcáti (asicat) “gießt from, begießt”, sē ka m. “Guß, Erguß, Besprengung”, praseka m. “Erguß,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”